- ἐπιθωρᾱκίδιον
- ἐπι-θωρᾱκίδιον, τό, Kleid über dem Brustpanzer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιθωρακίδιον — ἐπιθωρακίδιον, τὸ (Α) χιτώνας που φοριέται πάνω από τον θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θώραξ + επίθημα υποκορ. ίδιον (πρβλ. χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
επανωκλίβανον — ἐπανωκλίβανον, το (Μ) χιτώνας που τόν φορούσαν πάνω από την πανοπλία, το επιθωρακίδιον … Dictionary of Greek
περιθωρακίδιον — τὸ, Α επιθωρακίδιον*, χιτώνας που φοριόταν πάνω από τον δερμάτινο ή μετάλλινο θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θώραξ, ακος + επίθημα ίδιον] … Dictionary of Greek
ἐπιθωρακίδια — ἐπιθωρᾱκίδια , ἐπιθωρακίδιον tunicwornoverthe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)